Translation meaning & definition of the word "instrumentality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανηθικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Instrumentality
[Οργανικότητα]/ɪnstrəmɛntælɪti/
noun
1. A subsidiary organ of government created for a special purpose
- "Are the judicial instrumentalities of local governments adequate?"
- "He studied the french instrumentalities for law enforcement"
- synonym:
- instrumentality
1. Ένα θυγατρικό όργανο της κυβέρνησης που δημιουργήθηκε για ειδικό σκοπό
- "Είναι επαρκή τα δικαστικά όργανα των τοπικών κυβερνήσεων?"
- "Μελέτησε τα γαλλικά όργανα για την επιβολή του νόμου"
- συνώνυμο:
- οργανικότητα
2. The quality of being instrumental for some purpose
- synonym:
- instrumentality
2. Η ποιότητα του να είσαι ενεργός για κάποιο σκοπό
- συνώνυμο:
- οργανικότητα
3. An artifact (or system of artifacts) that is instrumental in accomplishing some end
- synonym:
- instrumentality ,
- instrumentation
3. Ένα τεχνούργημα ( σύστημα αντικειμένων) που είναι καθοριστικό για την επίτευξη κάποιου τέλους
- συνώνυμο:
- οργανικότητα ,
- οργάνωση