Translation meaning & definition of the word "instability" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστάθεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Instability
[Αστάθεια]/ɪnstəbɪlɪti/
noun
1. An unstable order
- synonym:
- instability
1. Μια ασταθής τάξη
- συνώνυμο:
- αστάθεια
2. Unreliability attributable to being unstable
- synonym:
- instability
2. Αναξιοπιστία που οφείλεται στο να είναι ασταθής
- συνώνυμο:
- αστάθεια
3. A lack of balance or state of disequilibrium
- "A hormonal imbalance"
- synonym:
- imbalance ,
- instability ,
- unbalance
3. Έλλειψη ισορροπίας ή κατάστασης ανισορροπίας
- "Ορρολογική ανισορροπία"
- συνώνυμο:
- ανισορροπία ,
- αστάθεια
4. The quality or attribute of being unstable and irresolute
- synonym:
- instability ,
- unstableness
4. Η ποιότητα ή το χαρακτηριστικό του να είσαι ασταθής και ακαταμάχητος
- συνώνυμο:
- αστάθεια