Translation meaning & definition of the word "inspect" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπιστοσύνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inspect
[Επιθεωρώ]/ɪnspɛkt/
verb
1. Look over carefully
- "Please inspect your father's will carefully"
- synonym:
- inspect
1. Κοιτάξτε προσεκτικά
- "Επιθεωρήστε προσεκτικά τη θέληση του πατέρα σας"
- συνώνυμο:
- επιθεωρώ
2. Come to see in an official or professional capacity
- "The governor visited the prison"
- "The grant administrator visited the laboratory"
- synonym:
- visit ,
- inspect
2. Ελάτε να δείτε με επίσημη ή επαγγελματική ιδιότητα
- "Ο κυβερνήτης επισκέφθηκε τη φυλακή"
- "Ο διαχειριστής της επιχορήγησης επισκέφθηκε το εργαστήριο"
- συνώνυμο:
- επίσκεψη ,
- επιθεωρώ
3. Examine carefully for accuracy with the intent of verification
- "Audit accounts and tax returns"
- synonym:
- audit ,
- scrutinize ,
- scrutinise ,
- inspect
3. Εξετάστε προσεκτικά για ακρίβεια με την πρόθεση της επαλήθευσης
- "Λογαριασμοί ελέγχου και φορολογικές δηλώσεις"
- συνώνυμο:
- έλεγχος ,
- εξετάζω ,
- επιθεωρώ
Examples of using
If you don't mind, may we inspect your suitcase?
Αν δεν σας πειράζει, μπορούμε να επιθεωρήσουμε τη βαλίτσα σας?