Translation meaning & definition of the word "insomniac" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασυνήθιστο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Insomniac
[Αϋπνία]/ɪnsɑmniæk/
noun
1. Someone who cannot sleep
- synonym:
- insomniac ,
- sleepless person
1. Κάποιος που δεν μπορεί να κοιμηθεί
- συνώνυμο:
- αϋπνία ,
- άγρυπνος άνθρωπος
adjective
1. Experiencing or accompanied by sleeplessness
- "Insomniac old people"
- "Insomniac nights"
- "Lay sleepless all night"
- "Twenty watchful, weary, tedious nights"- shakespeare
- synonym:
- insomniac ,
- sleepless ,
- watchful
1. Βίωση ή συνοδεία από αϋπνία
- "Ασυνήθιστοι ηλικιωμένοι"
- "Ασυνήθιστες νύχτες"
- "Να ξυπνάτε άγρυπνοι όλη τη νύχτα"
- "Είκοσι άγρυπνες, κουρασμένες, κουραστικές νύχτες"- σαίξπηρ
- συνώνυμο:
- αϋπνία ,
- άγρυπνος ,
- άγρυπνοσ