Translation meaning & definition of the word "insolence" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανησυχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Insolence
[Ανηθικότητα]/ɪnsələns/
noun
1. The trait of being rude and impertinent
- Inclined to take liberties
- synonym:
- crust ,
- gall ,
- impertinence ,
- impudence ,
- insolence ,
- cheekiness ,
- freshness
1. Το χαρακτηριστικό του να είσαι αγενής και αυθάδης
- Τείνουν να παίρνουν ελευθερίες
- συνώνυμο:
- κρούστα ,
- χολή ,
- αυθάδεια ,
- απρέπεια ,
- απατηλότητα ,
- φρεσκάδα
2. An offensive disrespectful impudent act
- synonym:
- insolence
2. Μια επιθετική ασεβής απείθεια πράξη
- συνώνυμο:
- αυθάδεια
Examples of using
I can't put up with his insolence.
Δεν μπορώ να ανεχτώ την αφερεγγυότητά του.
His manner partakes of insolence.
Ο τρόπος του αποτελεί μέρος της αφερεγγυότητας.