Translation meaning & definition of the word "insofar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στο βαθμό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Insofar
[Στο]/ɪnsəfɑr/
adverb
1. To the degree or extent that
- "Insofar as it can be ascertained, the horse lung is comparable to that of man"
- "So far as it is reasonably practical he should practice restraint"
- synonym:
- insofar ,
- in so far ,
- so far ,
- to that extent ,
- to that degree
1. Στο βαθμό ή στο βαθμό που
- "Στο βαθμό που μπορεί να εξακριβωθεί, ο πνεύμονας του αλόγου είναι συγκρίσιμος με αυτόν του ανθρώπου"
- "Εφόσον είναι εύλογα πρακτικό, θα πρέπει να ασκεί αυτοσυγκράτηση"
- συνώνυμο:
- στο ,
- μέχρι στιγμής ,
- σε αυτό το βαθμό