Translation meaning & definition of the word "insider" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εσωτερικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Insider
[Ενδοεξεταστήσ]/ɪnsaɪdər/
noun
1. An officer of a corporation or others who have access to private information about the corporation's operations
- synonym:
- insider
1. Υπάλληλος μιας εταιρείας ή άλλων που έχουν πρόσβαση σε ιδιωτικές πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες της εταιρείας
- συνώνυμο:
- εμπιστεύομαι