Translation meaning & definition of the word "inset" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ένθετο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inset
[Ένθετο]/ɪnsɛt/
noun
1. A small picture inserted within the bounds or a larger one
- synonym:
- inset
1. Μια μικρή εικόνα που εισάγεται μέσα στα όρια ή μια μεγαλύτερη
- συνώνυμο:
- ένθετο
2. An artifact that is inserted or is to be inserted
- synonym:
- insert ,
- inset
2. Ένα τεχνούργημα που εισάγεται ή πρόκειται να εισαχθεί
- συνώνυμο:
- εισάγω ,
- ένθετο
3. A piece of material used to strengthen or enlarge a garment
- synonym:
- gusset ,
- inset
3. Ένα κομμάτι υλικού που χρησιμοποιείται για την ενίσχυση ή τη μεγέθυνση ενός ενδύματος
- συνώνυμο:
- αποφλοιωμένοσ ,
- ένθετο
verb
1. Set or place in
- synonym:
- inset
1. Τοποθετήστε ή τοποθετήστε το
- συνώνυμο:
- ένθετο