Translation meaning & definition of the word "insecurity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασφάλεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Insecurity
[Ανασφάλεια]/ɪnsɪkjʊrɪti/
noun
1. The state of being subject to danger or injury
- synonym:
- insecurity
1. Η κατάσταση της υποβολής σε κίνδυνο ή τραυματισμό
- συνώνυμο:
- ανασφάλεια
2. The anxiety you experience when you feel vulnerable and insecure
- synonym:
- insecurity
2. Το άγχος που βιώνετε όταν αισθάνεστε ευάλωτοι και ανασφαλείς
- συνώνυμο:
- ανασφάλεια