Translation meaning & definition of the word "insect" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έντυπο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Insect
[Έντομο]/ɪnsɛkt/
noun
1. Small air-breathing arthropod
- synonym:
- insect
1. Μικρό αρθρόποδα αναπνοής αέρα
- συνώνυμο:
- έντομο
2. A person who has a nasty or unethical character undeserving of respect
- synonym:
- worm ,
- louse ,
- insect ,
- dirt ball
2. Ένα άτομο που έχει έναν δυσάρεστο ή ανήθικο χαρακτήρα που δεν τρέφει τον σεβασμό
- συνώνυμο:
- σκουλήκι ,
- ψείρα ,
- έντομο ,
- μπάλα βρομιάς
Examples of using
An insect is a small animal and it has six legs.
Ένα έντομο είναι ένα μικρό ζώο και έχει έξι πόδια.
What do you call this insect in English?
Τι λέτε αυτό το έντομο στα αγγλικά?