Translation meaning & definition of the word "insatiable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακόρεστος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Insatiable
[Αδιάβατοσ]/ɪnseʃəbəl/
adjective
1. Impossible to satisfy
- "An insatiate appetite"
- "An insatiable demand for old buildings to restore"
- "His passion for work was unsatiable"
- synonym:
- insatiate ,
- insatiable ,
- unsatiable
1. Αδύνατο να ικανοποιηθεί
- "Μια ακόρεστη όρεξη"
- "Μια ακόρεστη απαίτηση για αποκατάσταση των παλαιών κτιρίων"
- "Το πάθος του για τη δουλειά ήταν ακόρεστο"
- συνώνυμο:
- ακόρεστοσ
Examples of using
She's insatiable.
Είναι ακόρεστη.