Translation meaning & definition of the word "inquisition" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξετάσεις" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inquisition
[Ιερά Εξέταση]/ɪnkwəzɪʃən/
noun
1. A former tribunal of the roman catholic church (1232-1820) created to discover and suppress heresy
- synonym:
- Inquisition
1. Πρώην δικαστήριο της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας (1232-1820) δημιουργήθηκε για να ανακαλύψει και να καταστείλει την αίρεση
- συνώνυμο:
- Ιερά Εξέταση
2. A severe interrogation (often violating the rights or privacy of individuals)
- synonym:
- inquisition
2. Σοβαρή ανάκριση (συχνά παραβιάζει τα δικαιώματα ή την ιδιωτικότητα των ατόμων)
- συνώνυμο:
- ερώτηση