Translation meaning & definition of the word "input" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "είσοδος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Input
[Εισαγωγή]/ɪnpʊt/
noun
1. Signal going into an electronic system
- synonym:
- input signal ,
- input
1. Σήμα που πηγαίνει σε ένα ηλεκτρονικό σύστημα
- συνώνυμο:
- σήμα εισαγωγής ,
- είσοδος
2. A statement that expresses a personal opinion or belief or adds information
- "From time to time she contributed a personal comment on his account"
- synonym:
- remark ,
- comment ,
- input
2. Μια δήλωση που εκφράζει μια προσωπική γνώμη ή πεποίθηση ή προσθέτει πληροφορίες
- "Από καιρό σε καιρό συνέβαλε ένα προσωπικό σχόλιο για το λογαριασμό του"
- συνώνυμο:
- παρατήρηση ,
- σχόλιο ,
- είσοδος
3. Any stimulating information or event
- Acts to arouse action
- synonym:
- stimulation ,
- stimulus ,
- stimulant ,
- input
3. Οποιαδήποτε πληροφορία ή γεγονός τόνωσης
- Ενεργεί για να προκαλέσει δράση
- συνώνυμο:
- διέγερση ,
- ερέθισμα ,
- διεγερτικό ,
- είσοδος
4. A component of production
- Something that goes into the production of output
- synonym:
- input
4. Ένα συστατικό της παραγωγής
- Κάτι που πηγαίνει στην παραγωγή της παραγωγής
- συνώνυμο:
- είσοδος
verb
1. Enter (data or a program) into a computer
- synonym:
- input
1. Εισάγετε (δεδομένα ή ένα πρόγραμμα) σε έναν υπολογιστή
- συνώνυμο:
- είσοδος