Translation meaning & definition of the word "innovative" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καινοτόμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Innovative
[Καινοτόμο]/ɪnəvetɪv/
adjective
1. Ahead of the times
- "The advanced teaching methods"
- "Had advanced views on the subject"
- "A forward-looking corporation"
- "Is british industry innovative enough?"
- synonym:
- advanced ,
- forward-looking ,
- innovative ,
- modern
1. Μπροστά από τις εποχές
- "Οι προηγμένες μέθοδοι διδασκαλίας"
- "Είχα προηγμένες απόψεις επί του θέματος"
- "Μια μελλοντική εταιρεία"
- "Είναι η βρετανική βιομηχανία αρκετά καινοτόμος?"
- συνώνυμο:
- προηγμένος ,
- προοδευτικός ,
- καινοτόμο ,
- σύγχρονος
2. Being or producing something like nothing done or experienced or created before
- "Stylistically innovative works"
- "Innovative members of the artistic community"
- "A mind so innovational, so original"
- synonym:
- innovative ,
- innovational ,
- groundbreaking
2. Το να είσαι ή να παράγεις κάτι σαν τίποτα που δεν έχει γίνει ή έχεις βιώσει ή δημιουργηθεί πριν
- "Στυλιστικά καινοτόμα έργα"
- "Καινοτόμα μέλη της εικαστικής κοινότητας"
- "Ένα μυαλό τόσο καινοτόμο, τόσο πρωτότυπο"
- συνώνυμο:
- καινοτόμο ,
- καινοτομία ,
- πρωτοποριακή