Translation meaning & definition of the word "innovation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καινοτομία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Innovation
[Καινοτομία]/ɪnəveʃən/
noun
1. A creation (a new device or process) resulting from study and experimentation
- synonym:
- invention ,
- innovation
1. Μια δημιουργία (α νέα συσκευή ή διαδικασία) που προκύπτει από μελέτη και πειραματισμό
- συνώνυμο:
- εφεύρεση ,
- καινοτομία
2. The creation of something in the mind
- synonym:
- invention ,
- innovation ,
- excogitation ,
- conception ,
- design
2. Η δημιουργία κάτι στο μυαλό
- συνώνυμο:
- εφεύρεση ,
- καινοτομία ,
- διέγερση ,
- σύλληψη ,
- σχεδιασμός
3. The act of starting something for the first time
- Introducing something new
- "She looked forward to her initiation as an adult"
- "The foundation of a new scientific society"
- synonym:
- initiation ,
- founding ,
- foundation ,
- institution ,
- origination ,
- creation ,
- innovation ,
- introduction ,
- instauration
3. Η πράξη του να ξεκινήσεις κάτι για πρώτη φορά
- Εισάγοντας κάτι νέο
- "Ανυπομονούσε για την μύησή της ως ενήλικας"
- "Το θεμέλιο μιας νέας επιστημονικής κοινωνίας"
- συνώνυμο:
- έναρξη ,
- ίδρυση ,
- ίδρυμα ,
- προέλευση ,
- δημιουργία ,
- καινοτομία ,
- εισαγωγή ,
- ενστάλαξη