Translation meaning & definition of the word "innocence" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αθωότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Innocence
[Αθώωση]/ɪnəsəns/
noun
1. The quality of innocent naivete
- synonym:
- artlessness ,
- innocence ,
- ingenuousness ,
- naturalness
1. Η ποιότητα της αθώας αφέλειας
- συνώνυμο:
- ατέλεια ,
- αθωότητα ,
- ευφυΐα ,
- φυσικότητα
2. The state of being unsullied by sin or moral wrong
- Lacking a knowledge of evil
- synonym:
- purity ,
- pureness ,
- sinlessness ,
- innocence ,
- whiteness
2. Η κατάσταση του να είσαι αναξιόπιστος από την αμαρτία ή το ηθικό λάθος
- Λείπει η γνώση του κακού
- συνώνυμο:
- καθαρότητα ,
- αναμάρτητοσ ,
- αθωότητα ,
- λευκότητα
3. A state or condition of being innocent of a specific crime or offense
- "The trial established his innocence"
- synonym:
- innocence
3. Μια κατάσταση ή προϋπόθεση ότι είναι αθώος από ένα συγκεκριμένο έγκλημα ή αδίκημα
- "Η δίκη καθιέρωσε την αθωότητά του"
- συνώνυμο:
- αθωότητα
Examples of using
A DNA test proved her innocence.
Ένα τεστ της ΝΝΑ απέδειξε την αθωότητά της.
A DNA test proved his innocence.
Ένα τεστ του ΝΝΑ απέδειξε την αθωότητά του.
This fact proves her innocence.
Αυτό αποδεικνύει την αθωότητά της.