Translation meaning & definition of the word "inning" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εσωτερική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inning
[Ενεχυροδανεισμού]/ɪnɪŋ/
noun
1. (baseball) one of nine divisions of play during which each team has a turn at bat
- synonym:
- inning ,
- frame
1. (βασεμπαλ) ένα από τα εννέα τμήματα του παιχνιδιού κατά τη διάρκεια του οποίου κάθε ομάδα έχει μια στροφή στο ρόπαλο
- συνώνυμο:
- εισ την ,
- πλαίσιο