Translation meaning & definition of the word "innermost" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εσωτερικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Innermost
[Εσώτερος]/ɪnərmoʊst/
adjective
1. Being deepest within the self
- "One's innermost feelings"
- synonym:
- inmost ,
- innermost
1. Να είσαι βαθύτερος μέσα στον εαυτό σου
- "Τα εσωτερικά συναισθήματα"
- συνώνυμο:
- περισσότερο ,
- εσωτερική
2. Situated or occurring farthest within
- "The innermost chamber"
- synonym:
- inmost ,
- innermost
2. Βρίσκεται ή συμβαίνει πιο μακριά μέσα
- "Ο εσωτερικός θάλαμος"
- συνώνυμο:
- περισσότερο ,
- εσωτερική