Translation meaning & definition of the word "innate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγγενής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Innate
[Απεριόριστοσ]/ɪnet/
adjective
1. Not established by conditioning or learning
- "An unconditioned reflex"
- synonym:
- unconditioned ,
- innate ,
- unlearned
1. Δεν καθιερώνεται με προετοιμασία ή μάθηση
- "Μη κατασκευασμένο αντανακλαστικό"
- συνώνυμο:
- ακατανόητη ,
- έμφυτος ,
- αμάθητοσ
2. Being talented through inherited qualities
- "A natural leader"
- "A born musician"
- "An innate talent"
- synonym:
- natural ,
- born(p) ,
- innate(p)
2. Ταλέντο μέσω κληρονομικών ιδιοτήτων
- "Φυσικός ηγέτης"
- "Γεννημένος μουσικός"
- "Ένα έμφυτο ταλέντο"
- συνώνυμο:
- φυσικός ,
- βαν() ,
- έμφυτη()<TAG1>
3. Present at birth but not necessarily hereditary
- Acquired during fetal development
- synonym:
- congenital ,
- inborn ,
- innate
3. Παρόντες κατά τη γέννηση, αλλά όχι απαραίτητα κληρονομικοί
- Αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της εμβρυϊκής ανάπτυξης
- συνώνυμο:
- συγγενήσ ,
- εγγενήσ ,
- έμφυτος
Examples of using
He has an innate love of adventure.
Έχει μια έμφυτη αγάπη για την περιπέτεια.
Gauss had an innate talent for mathematical problems.
Ο Γκάους είχε ένα έμφυτο ταλέντο στα μαθηματικά προβλήματα.
Generosity is innate in some people.
Η γενναιοδωρία είναι έμφυτη σε μερικούς ανθρώπους.