Translation meaning & definition of the word "inmate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρατούμενος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inmate
[Κρατούμενος]/ɪnmet/
noun
1. One of several resident of a dwelling (especially someone confined to a prison or hospital)
- synonym:
- inmate
1. Ένας από τους πολλούς κατοίκους μιας κατοικίας (ειδικά κάποιος που περιορίζεται σε μια φυλακή ή νοσοκομείο)
- συνώνυμο:
- εντολοδόχος
2. A patient who is residing in the hospital where he is being treated
- synonym:
- inpatient ,
- inmate
2. Ένας ασθενής που διαμένει στο νοσοκομείο όπου υποβάλλεται σε θεραπεία
- συνώνυμο:
- εσωτερικός ,
- εντολοδόχος
3. A person serving a sentence in a jail or prison
- synonym:
- convict ,
- con ,
- inmate ,
- yard bird ,
- yardbird
3. Ένα άτομο που εκτίει ποινή σε φυλακή ή φυλακή
- συνώνυμο:
- καταδικάζω ,
- κουκουνάρι ,
- εντολοδόχος ,
- πουλί αυλής ,
- πουλί