Translation meaning & definition of the word "injure" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "τραυματισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Injure
[Τραυματίζω]/ɪnʤər/
verb
1. Cause injuries or bodily harm to
- synonym:
- injure ,
- wound
1. Προκαλέστε τραυματισμούς ή σωματικές βλάβες σε
- συνώνυμο:
- τραυματίζω ,
- πληγή
2. Hurt the feelings of
- "She hurt me when she did not include me among her guests"
- "This remark really bruised my ego"
- synonym:
- hurt ,
- wound ,
- injure ,
- bruise ,
- offend ,
- spite
2. Πληγώνουν τα συναισθήματα των
- "Με πλήγωσε όταν δεν με συμπεριέλαβε στους καλεσμένους της"
- "Αυτή η παρατήρηση πραγματικά μώλωπες τον εγωισμό μου"
- συνώνυμο:
- βλαμμένος ,
- πληγή ,
- τραυματίζω ,
- μώλωπες ,
- προσβάλλω ,
- πείσμα
3. Cause damage or affect negatively
- "Our business was hurt by the new competition"
- synonym:
- hurt ,
- injure
3. Προκαλέστε βλάβη ή επηρεάστε αρνητικά
- "Η επιχείρησή μας πληγώθηκε από τον νέο ανταγωνισμό"
- συνώνυμο:
- βλαμμένος ,
- τραυματίζω
Examples of using
You may injure yourself if you don't follow safety procedures.
Μπορεί να τραυματιστείτε εάν δεν ακολουθήσετε τις διαδικασίες ασφαλείας.
Too much smoking tends to injure the voice.
Το υπερβολικό κάπνισμα τείνει να τραυματίζει τη φωνή.