Translation meaning & definition of the word "injunction" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διασταύρωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Injunction
[Διαλείπω]/ɪnʤəŋkʃən/
noun
1. A formal command or admonition
- synonym:
- injunction
1. Επίσημη εντολή ή προνοητικότητα
- συνώνυμο:
- διαταγή
2. (law) a judicial remedy issued in order to prohibit a party from doing or continuing to do a certain activity
- "Injunction were formerly obtained by writ but now by a judicial order"
- synonym:
- injunction ,
- enjoining ,
- enjoinment ,
- cease and desist order
2. (-) δικαστική προσφυγή που εκδίδεται για να απαγορευθεί σε ένα μέρος να κάνει ή να συνεχίσει να κάνει μια συγκεκριμένη δραστηριότητα
- "Η διακοπή ελήφθη προηγουμένως με εγγραφή, αλλά τώρα με δικαστική απόφαση"
- συνώνυμο:
- διαταγή ,
- εντάσσονται ,
- επανασύνδεση ,
- σταματήστε και αποφύγετε την τάξη