Translation meaning & definition of the word "initiative" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωτοβουλία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Initiative
[Πρωτοβουλία]/ɪnɪʃətɪv/
noun
1. Readiness to embark on bold new ventures
- synonym:
- enterprise ,
- enterprisingness ,
- initiative ,
- go-ahead
1. Ετοιμότητα για έναρξη τολμηρών νέων επιχειρήσεων
- συνώνυμο:
- επιχείρηση ,
- επιχειρηματικότητα ,
- πρωτοβουλία ,
- πηγαίνω μπροστά
2. The first of a series of actions
- synonym:
- first step ,
- initiative ,
- opening move ,
- opening
2. Η πρώτη από μια σειρά δράσεων
- συνώνυμο:
- πρώτο βήμα ,
- πρωτοβουλία ,
- ανοίγοντας κίνηση ,
- άνοιγμα
adjective
1. Serving to set in motion
- "The magazine's inaugural issue"
- "The initiative phase in the negotiations"
- "An initiatory step toward a treaty"
- "His first (or maiden) speech in congress"
- "The liner's maiden voyage"
- synonym:
- inaugural ,
- initiative ,
- initiatory ,
- first ,
- maiden
1. Υπηρεσία για να θέσει σε κίνηση
- "Το εναρκτήριο θέμα του περιοδικού"
- "Η φάση της πρωτοβουλίας στις διαπραγματεύσεις"
- "Ένα μυητικό βήμα προς μια συνθήκη"
- "Η πρώτη ομιλία του (ορ παρθεν) στο κογκρέσο"
- "Το παρθενικό ταξίδι της εταιρείας"
- συνώνυμο:
- εναρκτήρια ,
- πρωτοβουλία ,
- πρώτος ,
- παρθενική
Examples of using
Don't be shy about talking to the teacher; if you don't understand, use some initiative!
Μην ντρέπεστε να μιλήσετε με το δάσκαλο, αν δεν καταλαβαίνετε, χρησιμοποιήστε κάποια πρωτοβουλία!
Don't be shy about talking to the teacher; if you don't understand, use some initiative!
Μην ντρέπεστε να μιλήσετε με το δάσκαλο, αν δεν καταλαβαίνετε, χρησιμοποιήστε κάποια πρωτοβουλία!