Translation meaning & definition of the word "inhospitable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφιλόξενο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inhospitable
[Αφιλόξενος]/ɪnhɑspətəbəl/
adjective
1. Unfavorable to life or growth
- "The barren inhospitable desert"
- "Inhospitable mountain areas"
- synonym:
- inhospitable
1. Δυσμενείς για τη ζωή ή την ανάπτυξη
- "Η άγονη αφιλόξενη έρημος"
- "Αφιλόξενες ορεινές περιοχές"
- συνώνυμο:
- αφιλόξενοσ
2. Not hospitable
- "They are extremely inhospitable these days"
- "Her greeting was cold and inhospitable"
- synonym:
- inhospitable
2. Όχι φιλόξενος
- "Είναι εξαιρετικά αφιλόξενοι αυτές τις μέρες"
- "Ο χαιρετισμός της ήταν κρύος και αφιλόξενος"
- συνώνυμο:
- αφιλόξενοσ