Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "inhibit" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναστολή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Inhibit

[Αναστέλλω]
/ɪnhɪbət/

verb

1. To put down by force or authority

  • "Suppress a nascent uprising"
  • "Stamp down on littering"
  • "Conquer one's desires"
    synonym:
  • suppress
  • ,
  • stamp down
  • ,
  • inhibit
  • ,
  • subdue
  • ,
  • conquer
  • ,
  • curb

1. Να καταταχθεί με βία ή εξουσία

  • "Καταπιέστε μια εκκολαπτόμενη εξέγερση"
  • "Σφίξτε προς τα κάτω στα σκουπίδια"
  • "Κατακτήστε τις επιθυμίες κάποιου"
    συνώνυμο:
  • καταστέλλω
  • ,
  • παρακαλώ
  • ,
  • αναστέλλω
  • ,
  • υποταγή
  • ,
  • κατακτώ
  • ,
  • πεζοδρόμιο

2. Limit the range or extent of

  • "Contact between the young was inhibited by strict social customs"
    synonym:
  • inhibit

2. Περιορίστε το εύρος ή την έκταση των

  • "Η επαφή μεταξύ των νέων αναστέλλεται από αυστηρά κοινωνικά έθιμα"
    συνώνυμο:
  • αναστέλλω

3. Limit, block, or decrease the action or function of

  • "Inhibit the action of the enzyme"
  • "Inhibit the rate of a chemical reaction"
    synonym:
  • inhibit

3. Περιορίστε, αποκλείστε ή μειώστε τη δράση ή τη λειτουργία του

  • "Αναστέλλει τη δράση του ενζύμου"
  • "Αναστέλλει το ποσοστό μιας χημικής αντίδρασης"
    συνώνυμο:
  • αναστέλλω

4. Control and refrain from showing

  • Of emotions, desires, impulses, or behavior
    synonym:
  • inhibit
  • ,
  • bottle up
  • ,
  • suppress

4. Ελέγξτε και αποφύγετε να εμφανίζεται

  • Των συναισθημάτων, των επιθυμιών, των παρορμήσεων ή της συμπεριφοράς
    συνώνυμο:
  • αναστέλλω
  • ,
  • φιάλη
  • ,
  • καταστέλλω