Translation meaning & definition of the word "inherently" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασυνάρτητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inherently
[Ανυπόστατα]/ɪnhɪrəntli/
adverb
1. In an inherent manner
- "The subject matter is sexual activity of any overt kind, which is depicted as inherently desirable and exciting"
- synonym:
- inherently
1. Με εγγενή τρόπο
- "Το θέμα είναι η σεξουαλική δραστηριότητα οποιουδήποτε είδους, η οποία απεικονίζεται ως εγγενώς επιθυμητή και συναρπαστική"
- συνώνυμο:
- εγγενώς