Translation meaning & definition of the word "inherent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασυνάρτητος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inherent
[Απρόσβλητοσ]/ɪnhɪrənt/
adjective
1. Existing as an essential constituent or characteristic
- "The ptolemaic system with its built-in concept of periodicity"
- "A constitutional inability to tell the truth"
- synonym:
- built-in ,
- constitutional ,
- inbuilt ,
- inherent ,
- integral
1. Υπάρχουν ως βασικό συστατικό ή χαρακτηριστικό
- "Το πτολεμαϊκό σύστημα με την ενσωματωμένη έννοια της περιοδικότητας"
- "Συνταγματική αδυναμία να πούμε την αλήθεια"
- συνώνυμο:
- ενσωματωμένο ,
- συνταγματικόσ ,
- εγγενής ,
- ακέραιο
2. In the nature of something though not readily apparent
- "Shortcomings inherent in our approach"
- "An underlying meaning"
- synonym:
- implicit in(p) ,
- inherent ,
- underlying
2. Στη φύση του κάτι, αν και δεν είναι εύκολα εμφανές
- "Ελλείψεις που είναι εγγενείς στην προσέγγισή μας"
- "Υποκείμενη έννοια"
- συνώνυμο:
- σιωπηρός στο() ,
- εγγενής ,
- υποκείμενοσ
Examples of using
The instinct of self-defense is inherent in any animal.
Το ένστικτο της αυτοάμυνας είναι εγγενές σε οποιοδήποτε ζώο.
Only a Sith would appreciate the lack of compromise inherent in a prime number.
Μόνο ένας Σιθ θα εκτιμούσε την έλλειψη συμβιβασμού που είναι εγγενής σε έναν πρώτο αριθμό.