Translation meaning & definition of the word "inhabit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατοικία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inhabit
[Κατοικεί]/ɪnhæbət/
verb
1. Inhabit or live in
- Be an inhabitant of
- "People lived in africa millions of years ago"
- "The people inhabited the islands that are now deserted"
- "This kind of fish dwells near the bottom of the ocean"
- "Deer are populating the woods"
- synonym:
- populate ,
- dwell ,
- live ,
- inhabit
1. Κατοικήστε ή ζήστε στο
- Είμαι κάτοικος του
- "Οι άνθρωποι ζούσαν στην αφρική πριν από εκατομμύρια χρόνια"
- "Οι άνθρωποι κατοικούσαν στα νησιά που είναι τώρα έρημα"
- "Αυτό το είδος ψαριών κατοικεί κοντά στον πυθμένα του ωκεανού"
- "Ο ελάφι πλημμυρίζει το δάσος"
- συνώνυμο:
- πολλαπλασιάζω ,
- κατοικεί ,
- ζωντανόσ
2. Be present in
- "Sweet memories inhabit this house"
- synonym:
- inhabit
2. Είμαι παρών στο
- "Γλυκές αναμνήσεις κατοικούν σε αυτό το σπίτι"
- συνώνυμο:
- κατοικεί
3. Exist or be situated within
- "Strange notions inhabited her mind"
- synonym:
- dwell ,
- inhabit
3. Υπάρχει ή βρίσκεται μέσα
- "Οι περίεργες έννοιες κατοικούσαν στο μυαλό της"
- συνώνυμο:
- κατοικεί
Examples of using
What animals inhabit those islands?
Ποια ζώα κατοικούν σε αυτά τα νησιά?