Translation meaning & definition of the word "ingredient" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντιπαθητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ingredient
[Συστατικό]/ɪngridiənt/
noun
1. A component of a mixture or compound
- synonym:
- ingredient
1. Ένα συστατικό ενός μείγματος ή μιας ένωσης
- συνώνυμο:
- συστατικό
2. An abstract part of something
- "Jealousy was a component of his character"
- "Two constituents of a musical composition are melody and harmony"
- "The grammatical elements of a sentence"
- "A key factor in her success"
- "Humor: an effective ingredient of a speech"
- synonym:
- component ,
- constituent ,
- element ,
- factor ,
- ingredient
2. Ένα αφηρημένο μέρος του κάτι
- "Η ζήλια ήταν συστατικό του χαρακτήρα του"
- "Δύο συστατικά μιας μουσικής σύνθεσης είναι η μελωδία και η αρμονία"
- "Τα γραμματικά στοιχεία μιας πρότασης"
- "Βασικός παράγοντας για την επιτυχία της"
- "Χιούμορ: ένα αποτελεσματικό συστατικό μιας ομιλίας"
- συνώνυμο:
- συστατικό ,
- στοιχείο ,
- παράγοντας
3. Food that is a component of a mixture in cooking
- "The recipe lists all the fixings for a salad"
- synonym:
- ingredient ,
- fixings
3. Τρόφιμα που αποτελούν συστατικό ενός μείγματος στο μαγείρεμα
- "Η συνταγή παραθέτει όλες τις στερεώσεις για μια σαλάτα"
- συνώνυμο:
- συστατικό ,
- στερέωση