Translation meaning & definition of the word "infringe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραβίαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Infringe
[Παραβιάζω]/ɪnfrɪnʤ/
verb
1. Go against, as of rules and laws
- "He ran afoul of the law"
- "This behavior conflicts with our rules"
- synonym:
- conflict ,
- run afoul ,
- infringe ,
- contravene
1. Αντιτίθενται, σύμφωνα με τους κανόνες και τους νόμους
- "Έτρεξε μακριά από το νόμο"
- "Αυτή η συμπεριφορά έρχεται σε αντίθεση με τους κανόνες μας"
- συνώνυμο:
- σύγκρουση ,
- τρέχω από την περιοχή ,
- παραβιάζω ,
- κοντραβένιο
2. Advance beyond the usual limit
- synonym:
- encroach ,
- infringe ,
- impinge
2. Προχωρήστε πέρα από το συνηθισμένο όριο
- συνώνυμο:
- καταπατώ ,
- παραβιάζω ,
- παρακινδυνεύω