Translation meaning & definition of the word "infrared" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπέρυθρη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Infrared
[Υπέρυθρη]/ɪnfrərɛd/
noun
1. The infrared region of the electromagnetic spectrum
- Electromagnetic wave frequencies below the visible range
- "They could sense radiation in the infrared"
- synonym:
- infrared ,
- infrared frequency
1. Η υπέρυθρη περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος
- Ηλεκτρομαγνητικές συχνότητες κυμάτων κάτω από το ορατό εύρος
- "Θα μπορούσαν να αισθανθούν την ακτινοβολία στο υπέρυθρο"
- συνώνυμο:
- υπέρυθρος ,
- υπέρυθρη συχνότητα
2. Electromagnetic radiation with wavelengths longer than visible light but shorter than radio waves
- synonym:
- infrared ,
- infrared light ,
- infrared radiation ,
- infrared emission
2. Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία με μήκη κύματος μακρύτερα από το ορατό φως αλλά μικρότερα από τα ραδιοκύματα
- συνώνυμο:
- υπέρυθρος ,
- υπέρυθρο φως ,
- υπέρυθρη ακτινοβολία ,
- υπέρυθρη εκπομπή
adjective
1. Having or employing wavelengths longer than light but shorter than radio waves
- Lying outside the visible spectrum at its red end
- "Infrared radiation"
- "Infrared photography"
- synonym:
- infrared
1. Έχοντας ή χρησιμοποιώντας μήκη κύματος μακρύτερα από το φως αλλά μικρότερα από τα ραδιοκύματα
- Βρίσκεται έξω από το ορατό φάσμα στο κόκκινο άκρο του
- "Υπέρυθρη ακτινοβολία"
- "Υπέρυθρη φωτογραφία"
- συνώνυμο:
- υπέρυθρος
Examples of using
An infrared ray is electromagnetic radiation.
Μια υπέρυθρη ακτίνα είναι ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία.