Translation meaning & definition of the word "informed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενημέρωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Informed
[Ενημερωμένος]/ɪnfɔrmd/
adjective
1. Having much knowledge or education
- "An informed public"
- "Informed opinion"
- "The informed customer"
- synonym:
- informed
1. Έχοντας πολλή γνώση ή εκπαίδευση
- "Ενημερωμένο κοινό"
- "Ενημερωμένη γνώμη"
- "Ενημερωμένος πελάτης"
- συνώνυμο:
- ενημερωμένος
Examples of using
I know that someone has informed Tom about Mary's death. But why is it me who has to be that "someone"?
Ξέρω ότι κάποιος έχει ενημερώσει τον Τομ για το θάνατο της Μαίρης. Αλλά γιατί είμαι εγώ που πρέπει να είμαι αυτός ο "κάποιος"?
I try to stay informed.
Προσπαθώ να είμαι ενημερωμένος.
I'll keep you informed.
Θα σε κρατήσω ενήμερο.