Translation meaning & definition of the word "informative" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πληροφοριακό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Informative
[Ενημερωτικόσ]/ɪnfɔrmətɪv/
adjective
1. Tending to increase knowledge or dissipate ignorance
- "An enlightening glimpse of government in action"
- "An illuminating lecture"
- synonym:
- enlightening ,
- informative ,
- illuminating
1. Τείνουν να αυξάνουν τη γνώση ή να διαλύουν την άγνοια
- "Μια διαφωτιστική ματιά της κυβέρνησης σε δράση"
- "Μια διαφωτιστική διάλεξη"
- συνώνυμο:
- διαφωτιστικόσ ,
- ενημερωτικός ,
- φωτίζοντασ
2. Serving to instruct or enlighten or inform
- synonym:
- instructive ,
- informative
2. Υπηρεσία για να καθοδηγήσει ή να διαφωτίσει ή να ενημερώσει
- συνώνυμο:
- διδακτικόσ ,
- ενημερωτικός
3. Providing or conveying information
- synonym:
- informative ,
- informatory
3. Παροχή ή μεταφορά πληροφοριών
- συνώνυμο:
- ενημερωτικός ,
- ενημερωτικόσ