Translation meaning & definition of the word "informant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πληροφορίες" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Informant
[Πληροφορητήσ]/ɪnfɔrmənt/
noun
1. A person who supplies information
- synonym:
- informant ,
- source
1. Ένα άτομο που παρέχει πληροφορίες
- συνώνυμο:
- πληροφοριοδότησ ,
- πηγή
2. Someone who sees an event and reports what happened
- synonym:
- witness ,
- witnesser ,
- informant
2. Κάποιος που βλέπει ένα γεγονός και αναφέρει τι συνέβη
- συνώνυμο:
- μάρτυρας ,
- μάρτυρασ ,
- πληροφοριοδότησ