Translation meaning & definition of the word "influential" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιρροή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Influential
[Επηρεαστικόσ]/ɪnfluɛnʃəl/
adjective
1. Having or exercising influence or power
- "An influential newspaper"
- "Influential leadership for peace"
- synonym:
- influential
1. Έχοντας ή ασκώντας επιρροή ή δύναμη
- "Μια εφημερίδα με επιρροή"
- "Επιρροή ηγεσία για την ειρήνη"
- συνώνυμο:
- επιρροή
Examples of using
It's non influential.
Είναι μη επιρροή.
If other conditions are equal, the temperature must be the most influential element in this experiment.
Εάν άλλες συνθήκες είναι ίσες, η θερμοκρασία πρέπει να είναι το πιο σημαντικό στοιχείο σε αυτό το πείραμα.
He is influential.
Έχει επιρροή.