Translation meaning & definition of the word "inflict" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προκαλώ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inflict
[Προκαλώ]/ɪnflɪkt/
verb
1. Impose something unpleasant
- "The principal visited his rage on the students"
- synonym:
- inflict ,
- bring down ,
- visit ,
- impose
1. Επιβάλλετε κάτι δυσάρεστο
- "Ο διευθυντής επισκέφθηκε την οργή του στους μαθητές"
- συνώνυμο:
- προκαλώ ,
- κατεβάζω ,
- επίσκεψη ,
- επιβάλλω