Translation meaning & definition of the word "inflation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πληθωρισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inflation
[Πληθωρισμός]/ɪnfleʃən/
noun
1. A general and progressive increase in prices
- "In inflation everything gets more valuable except money"
- synonym:
- inflation ,
- rising prices
1. Γενική και προοδευτική αύξηση των τιμών
- "Στον πληθωρισμό όλα γίνονται πιο πολύτιμα εκτός από τα χρήματα"
- συνώνυμο:
- πληθωρισμός ,
- αυξανόμενες τιμές
2. (cosmology) a brief exponential expansion of the universe (faster than the speed of light) postulated to have occurred shortly after the big bang
- synonym:
- inflation
2. (κοσμολογία) μια σύντομη εκθετική επέκταση του σύμπαντος (ταχύτερη από την ταχύτητα του φωτός που υποτίθεται ότι συνέβη λίγο
- συνώνυμο:
- πληθωρισμός
3. Lack of elegance as a consequence of being pompous and puffed up with vanity
- synonym:
- ostentation ,
- ostentatiousness ,
- pomposity ,
- pompousness ,
- pretentiousness ,
- puffiness ,
- splashiness ,
- inflation
3. Έλλειψη κομψότητας ως συνέπεια του να είναι πομπώδης και πρησμένος με ματαιοδοξία
- συνώνυμο:
- επίδειξη ,
- επιδεικτικότητα ,
- πομποθεσία ,
- πομπώδεσ ,
- επιτηδειότητα ,
- πρήξιμο ,
- παλλόμενο ,
- πληθωρισμός
4. The act of filling something with air
- synonym:
- inflation
4. Η πράξη της πλήρωσης κάτι με αέρα
- συνώνυμο:
- πληθωρισμός
Examples of using
His salary can't keep pace with inflation.
Ο μισθός του δεν μπορεί να συμβαδίσει με τον πληθωρισμό.
The shrinking of the domestic market has been blamed on inflation.
Η συρρίκνωση της εγχώριας αγοράς έχει κατηγορηθεί για τον πληθωρισμό.
Economic conditions point to further inflation.
Οι οικονομικές συνθήκες υποδεικνύουν περαιτέρω πληθωρισμό.