Translation meaning & definition of the word "inflammation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φλεγμονή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inflammation
[Φλεγμονή]/ɪnfləmeʃən/
noun
1. A response of body tissues to injury or irritation
- Characterized by pain and swelling and redness and heat
- synonym:
- inflammation ,
- redness ,
- rubor
1. Απόκριση των ιστών του σώματος σε τραυματισμό ή ερεθισμό
- Χαρακτηρίζεται από πόνο και πρήξιμο και ερυθρότητα και θερμότητα
- συνώνυμο:
- φλεγμονή ,
- ερυθρότητα ,
- ερυθρόδερμο
2. The state of being emotionally aroused and worked up
- "His face was flushed with excitement and his hands trembled"
- "He tried to calm those who were in a state of extreme inflammation"
- synonym:
- excitement ,
- excitation ,
- inflammation ,
- fervor ,
- fervour
2. Η κατάσταση της συναισθηματικής διέγερσης και εργασίας
- "Το πρόσωπό του ήταν ξεπλυμένο με ενθουσιασμό και τα χέρια του έτρεμαν"
- "Προσπάθησε να ηρεμήσει εκείνους που βρίσκονταν σε κατάσταση ακραίας φλεγμονής"
- συνώνυμο:
- ενθουσιασμός ,
- διέγερση ,
- φλεγμονή ,
- θέρμη
3. Arousal to violent emotion
- synonym:
- inflammation ,
- inflaming
3. Διέγερση σε βίαιο συναίσθημα
- συνώνυμο:
- φλεγμονή
4. The act of setting something on fire
- synonym:
- ignition ,
- firing ,
- lighting ,
- kindling ,
- inflammation
4. Η πράξη του να βάλεις κάτι στη φωτιά
- συνώνυμο:
- ανάφλεξη ,
- πυροδότηση ,
- φωτισμός ,
- ανάβω ,
- φλεγμονή
Examples of using
Endometritis is a disease where bacteria enter the uterus and cause inflammation of the inner membrane.
Η ενδομητρίτιδα είναι μια ασθένεια όπου τα βακτήρια εισέρχονται στη μήτρα και προκαλούν φλεγμονή της εσωτερικής μεμβράνης.