Translation meaning & definition of the word "infirm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναπηρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Infirm
[Ανάπηροσ]/ɪnfərm/
adjective
1. Lacking bodily or muscular strength or vitality
- "A feeble old woman"
- "Her body looked sapless"
- synonym:
- decrepit ,
- debile ,
- feeble ,
- infirm ,
- rickety ,
- sapless ,
- weak ,
- weakly
1. Έλλειψη σωματικής ή μυϊκής δύναμης ή ζωτικότητας
- "Αδύναμη γριά"
- "Το σώμα της φαινόταν ατρόμητο"
- συνώνυμο:
- αποστασιοποιημένοσ ,
- αποβλακωμένοσ ,
- αδύναμος ,
- αδύνατοσ ,
- ακανθώδεσ ,
- χυμώδησ ,
- ασθενώσ
2. Lacking firmness of will or character or purpose
- "Infirm of purpose
- Give me the daggers" - shakespeare
- synonym:
- infirm
2. Έλλειψη σταθερότητας θέλησης ή χαρακτήρα ή σκοπού
- "Αναπηρία σκοπού
- Δώσε μου τα μαχαίρια" - σαίξπηρ
- συνώνυμο:
- αδύνατοσ
Examples of using
BMI categories (underweight, overweight or obese) from general reading table are inappropriate for athletes, children, the elderly, and the infirm.
Οι κατηγορίες ΔΜΣ (-υπέρβαρες ή παχύσαρκες) από γενικό τραπέζι ανάγνωσης είναι ακατάλληλες για αθλητές, παιδιά, ηλικιωμένους.