Translation meaning & definition of the word "infertility" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπογονιμότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Infertility
[Υπογονιμότητα]/ɪnfərtɪlɪti/
noun
1. The state of being unable to produce offspring
- In a woman it is an inability to conceive
- In a man it is an inability to impregnate
- synonym:
- sterility ,
- infertility
1. Η κατάσταση της αδυναμίας να παραγάγει απογόνους
- Σε μια γυναίκα είναι η αδυναμία να συλλάβει
- Σε έναν άνθρωπο είναι η αδυναμία να εμποτίσει
- συνώνυμο:
- στειρότητα ,
- υπογονιμότητα