Translation meaning & definition of the word "inferiority" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατωτερότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inferiority
[Κατωτερότητα]/ɪnfɪriɔrɪti/
noun
1. The state of being inferior
- synonym:
- inferiority ,
- lower status ,
- lower rank
1. Η κατάσταση του να είσαι κατώτερος
- συνώνυμο:
- κατωτερότητα ,
- χαμηλότερη κατάσταση ,
- χαμηλότερη τάξη
2. An inferior quality
- synonym:
- inferiority ,
- low quality
2. Κατώτερη ποιότητα
- συνώνυμο:
- κατωτερότητα ,
- χαμηλή ποιότητα
3. The quality of being a competitive disadvantage
- synonym:
- inferiority ,
- unfavorable position
3. Η ποιότητα του να είσαι ανταγωνιστικό μειονέκτημα
- συνώνυμο:
- κατωτερότητα ,
- δυσμενής θέση
Examples of using
The bad thing about inferiority complexes is that the wrong people have them.
Το κακό με τα σύμπλοκα κατωτερότητας είναι ότι οι λάθος άνθρωποι τα έχουν.
He has an inferiority complex.
Έχει ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας.