Translation meaning & definition of the word "inferior" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατώτερος" στην ελληνική γλώσσα
Inferior
[Κατώτεροσ]noun
1. One of lesser rank or station or quality
- synonym:
- inferior
1. Ένας από τη μικρότερη βαθμίδα ή το σταθμό ή την ποιότητα
- συνώνυμο:
- κατώτερος
2. A character or symbol set or printed or written beneath or slightly below and to the side of another character
- synonym:
- subscript ,
- inferior
2. Ένα σύνολο χαρακτήρων ή συμβόλων ή τυπωμένο ή γραμμένο κάτω ή ελαφρώς κάτω και στην πλευρά άλλου χαρακτήρα
- συνώνυμο:
- δείκτησ ,
- κατώτερος
adjective
1. Of or characteristic of low rank or importance
- synonym:
- inferior
1. Χαρακτηριστικό ή χαρακτηριστικό της χαμηλής τάξης ή σημασίας
- συνώνυμο:
- κατώτερος
2. Of low or inferior quality
- synonym:
- inferior
2. Χαμηλής ή κατώτερης ποιότητας
- συνώνυμο:
- κατώτερος
3. Written or printed below and to one side of another character
- synonym:
- subscript ,
- inferior
3. Γραμμένο ή τυπωμένο κάτω και στη μία πλευρά του άλλου χαρακτήρα
- συνώνυμο:
- δείκτησ ,
- κατώτερος
4. Having an orbit between the sun and the earth's orbit
- "Mercury and venus are inferior planets"
- synonym:
- inferior
4. Έχοντας μια τροχιά μεταξύ του ήλιου και της τροχιάς της γης
- "Ο ηρακλής και η αφροδίτη είναι κατώτεροι πλανήτες"
- συνώνυμο:
- κατώτερος
5. Lower than a given reference point
- "Inferior alveolar artery"
- synonym:
- inferior
5. Χαμηλότερο από ένα συγκεκριμένο σημείο αναφοράς
- "Κατώτερη κυψελιδική αρτηρία"
- συνώνυμο:
- κατώτερος
6. Falling short of some prescribed norm
- "Substandard housing"
- synonym:
- deficient ,
- inferior ,
- substandard
6. Που υπολείπεται κάποιου συνταγογραφούμενου κανόνα
- "Υποβαθμισμένη στέγαση"
- συνώνυμο:
- ανεπαρκής ,
- κατώτερος ,
- υποβαθμισμένοσ