Translation meaning & definition of the word "infection" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λοίμωξη" στην ελληνική γλώσσα
Infection
[Λοίμωξη]noun
1. The pathological state resulting from the invasion of the body by pathogenic microorganisms
- synonym:
- infection
1. Η παθολογική κατάσταση που προκύπτει από την εισβολή του σώματος από παθογόνους μικροοργανισμούς
- συνώνυμο:
- λοίμωξη
2. (phonetics) the alteration of a speech sound under the influence of a neighboring sound
- synonym:
- infection
2. (φωνητική) η αλλοίωση ενός ήχου ομιλίας υπό την επίδραση ενός γειτονικού ήχου
- συνώνυμο:
- λοίμωξη
3. (medicine) the invasion of the body by pathogenic microorganisms and their multiplication which can lead to tissue damage and disease
- synonym:
- infection
3. (φάρμακο) η εισβολή του σώματος από παθογόνους μικροοργανισμούς και τον πολλαπλασιασμό τους που μπορεί να οδηγήσει σε βλάβη των ιστών
- συνώνυμο:
- λοίμωξη
4. An incident in which an infectious disease is transmitted
- synonym:
- infection ,
- contagion ,
- transmission
4. Ένα περιστατικό στο οποίο μεταδίδεται μια μολυσματική ασθένεια
- συνώνυμο:
- λοίμωξη ,
- μετάδοση
5. The communication of an attitude or emotional state among a number of people
- "A contagion of mirth"
- "The infection of his enthusiasm for poetry"
- synonym:
- contagion ,
- infection
5. Η επικοινωνία μιας στάσης ή μιας συναισθηματικής κατάστασης μεταξύ πολλών ανθρώπων
- "Μια μετάδοση του καθρέφτη"
- "Η μόλυνση του ενθουσιασμού του για την ποίηση"
- συνώνυμο:
- μετάδοση ,
- λοίμωξη
6. Moral corruption or contamination
- "Ambitious men are led astray by an infection that is almost unavoidable"
- synonym:
- infection
6. Ηθική διαφθορά ή μόλυνση
- "Οι φιλόδοξοι άνδρες οδηγούνται σε παρακμή από μια λοίμωξη που είναι σχεδόν αναπόφευκτη"
- συνώνυμο:
- λοίμωξη
7. (international law) illegality that taints or contaminates a ship or cargo rendering it liable to seizure
- synonym:
- infection
7. (διεθνές δίκαιο) παρανομία που παραβιάζει ή μολύνει ένα πλοίο ή φορτίο καθιστώντας το υπόχρεο σε κατάσχεση
- συνώνυμο:
- λοίμωξη