Translation meaning & definition of the word "infect" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μολύνει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Infect
[Μολύνω]/ɪnfɛkt/
verb
1. Communicate a disease to
- "Your children have infected you with this head cold"
- synonym:
- infect
1. Επικοινωνήστε με μια ασθένεια
- "Τα παιδιά σας έχουν μολυνθεί με αυτό το κρύο κεφάλι"
- συνώνυμο:
- μολύνω
2. Contaminate with a disease or microorganism
- synonym:
- infect ,
- taint
2. Μολύνετε με μια ασθένεια ή μικροοργανισμό
- συνώνυμο:
- μολύνω ,
- αλλοιώνω
3. Corrupt with ideas or an ideology
- "Society was infected by racism"
- synonym:
- infect
3. Διαφθορά με ιδέες ή ιδεολογία
- "Η κοινωνία μολύνθηκε από τον ρατσισμό"
- συνώνυμο:
- μολύνω
4. Affect in a contagious way
- "His laughter infects everyone who is in the same room"
- synonym:
- infect
4. Επηρεάζει με μεταδοτικό τρόπο
- "Το γέλιο του μολύνει όλους όσους βρίσκονται στο ίδιο δωμάτιο"
- συνώνυμο:
- μολύνω