Translation meaning & definition of the word "infantry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παιδί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Infantry
[Πεζικό]/ɪnfəntri/
noun
1. An army unit consisting of soldiers who fight on foot
- "There came ten thousand horsemen and as many fully-armed foot"
- synonym:
- infantry ,
- foot
1. Μια στρατιωτική μονάδα που αποτελείται από στρατιώτες που πολεμούν με τα πόδια
- "Ήλθαν δέκα χιλιάδες ιππείς και τόσα πλήρως οπλισμένα πόδια"
- συνώνυμο:
- πεζικό ,
- πόδι