Translation meaning & definition of the word "infant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βρέφος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Infant
[Βρέφος]/ɪnfənt/
noun
1. A very young child (birth to 1 year) who has not yet begun to walk or talk
- "The baby began to cry again"
- "She held the baby in her arms"
- "It sounds simple, but when you have your own baby it is all so different"
- synonym:
- baby ,
- babe ,
- infant
1. Ένα πολύ μικρό παιδί (γέννηση έως 1 έτος) που δεν έχει ακόμη αρχίσει να περπατά ή να μιλάει
- "Το μωρό άρχισε να κλαίει και πάλι"
- "Κρατούσε το μωρό στην αγκαλιά της"
- "Ακούγεται απλό, αλλά όταν έχετε το δικό σας μωρό είναι όλα τόσο διαφορετικά"
- συνώνυμο:
- μωρό ,
- μωρό μου ,
- βρέφος