Translation meaning & definition of the word "infancy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βρεφική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Infancy
[Βρεφική]/ɪnfənsi/
noun
1. The early stage of growth or development
- synonym:
- infancy ,
- babyhood ,
- early childhood
1. Το πρώιμο στάδιο της ανάπτυξης ή της ανάπτυξης
- συνώνυμο:
- βρεφική ηλικία ,
- παιδική ηλικία ,
- πρώιμη παιδική ηλικία
2. The earliest state of immaturity
- synonym:
- infancy ,
- babyhood
2. Η πρώτη κατάσταση ανωριμότητας
- συνώνυμο:
- βρεφική ηλικία ,
- παιδική ηλικία