Translation meaning & definition of the word "inexperience" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεξαρτησία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inexperience
[Απειρία]/ɪnɪkspɪriəns/
noun
1. Lack of experience and the knowledge and understanding derived from experience
- "Procedural inexperience created difficulties"
- "Their poor behavior was due to the rawness of the troops"
- synonym:
- inexperience ,
- rawness
1. Η έλλειψη εμπειρίας και η γνώση και η κατανόηση που προκύπτουν από την εμπειρία
- "Η διαδικαστική απειρία δημιούργησε δυσκολίες"
- "Η κακή συμπεριφορά τους οφειλόταν στην ρακέντα των στρατευμάτων"
- συνώνυμο:
- απειρία ,
- αναβλύζω