Translation meaning & definition of the word "inexcusable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδικαιολόγητη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inexcusable
[Αδικαιολόγητοσ]/ɪnɪkskjuzəbəl/
adjective
1. Without excuse or justification
- synonym:
- inexcusable
1. Χωρίς δικαιολογία ή αιτιολόγηση
- συνώνυμο:
- αδικαιολόγητοσ
2. Not excusable
- synonym:
- inexcusable ,
- unforgivable
2. Δεν είναι δικαιολογημένο
- συνώνυμο:
- αδικαιολόγητοσ ,
- ασυγχώρητοσ