Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "inept" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδρανής" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Inept

[Ανήλικος]
/ɪnɛpt/

adjective

1. Not elegant or graceful in expression

  • "An awkward prose style"
  • "A clumsy apology"
  • "His cumbersome writing style"
  • "If the rumor is true, can anything be more inept than to repeat it now?"
    synonym:
  • awkward
  • ,
  • clumsy
  • ,
  • cumbersome
  • ,
  • inapt
  • ,
  • inept
  • ,
  • ill-chosen

1. Δεν είναι κομψό ή χαριτωμένο στην έκφραση

  • "Ένα αμήχανο στυλ πεζογραφίας"
  • "Αδέξια συγγνώμη"
  • "Είναι το δυσκίνητο στυλ γραφής"
  • "Αν η φήμη είναι αληθινή, μπορεί κάτι να είναι πιο ανόητο από το να το επαναλάβουμε τώρα?"
    συνώνυμο:
  • αδέξιοσ
  • ,
  • αδέξια
  • ,
  • δυσκίνητοσ
  • ,
  • ανεπαίσθητοσ
  • ,
  • ανίκανοσ
  • ,
  • επιλεγμένος

2. Generally incompetent and ineffectual

  • "Feckless attempts to repair the plumbing"
  • "Inept handling of the account"
    synonym:
  • feckless
  • ,
  • inept

2. Γενικά ανίκανος και αναποτελεσματικός

  • "Απερίσκεπτες προσπάθειες για την επισκευή των υδραυλικών"
  • "Ακέραιος χειρισμός του λογαριασμού"
    συνώνυμο:
  • απερίσκεπτοσ
  • ,
  • ανίκανοσ

3. Revealing lack of perceptiveness or judgment or finesse

  • "An inept remark"
  • "It was tactless to bring up those disagreeable"
    synonym:
  • inept
  • ,
  • tactless

3. Αποκάλυψη έλλειψης αντιληπτικότητας ή κρίσης ή φινέτσας

  • "Μια ανάρμοστη παρατήρηση"
  • "Ήταν απρόσεκτο να αναφέρουμε αυτούς τους δυσάρεστους"
    συνώνυμο:
  • ανίκανοσ
  • ,
  • απτόσ